- πειθαρχοῦσαν
- πειθαρχέωobey one in authoritypres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατομικισμός ή ατομοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία που θεμελιώνει την κοινωνική ύπαρξη στην ατομική συνείδηση και βούληση και αποδίδει αποκλειστική αξία στα ιδιαίτερα δικαιώματα του ατόμου. Οι ρίζες της θεωρίας αυτής εντοπίζονται στα δόγματα των σοφιστών, των κυνικών, των… … Dictionary of Greek
έφοροι — Συμβούλιο των ανώτατων αρχόντων της αρχαίας Σπάρτης. Ο θεσμός υπήρχε και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως η Θήρα, η Κυρήνη, η Μεσσήνη και η Ηράκλεια της Ιταλίας. Οι έ., πού ήταν συνολικά πέντε, ασκούσαν συλλογικά τα καθήκοντά τους (συναρχία), είχαν… … Dictionary of Greek
οφίτες — Αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, που είχε ως θρησκευτικό σύμβολο της το φίδι. Οι ο. δίδασκαν τον δυαδισμό του «υπέρτατου όντος» (θεού) και υποστήριζαν πως ο «Δημιουργός θεός» βρίσκεται σε αντίθεση με τον «Πατέρα θεό». Ο «Πατέρας θεός» … Dictionary of Greek